- ναυλωτήριο
- τοτο ναυλοσύμφωνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυλώνω + επίθημα -τήριο (πρβλ. δεσμω-τήριο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναυλωτήριο — το βλ. ναυλοσύμφωνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυλοσύμφωνο — το ιδιωτικό έγγραφο στο οποίο περιέχεται η σύμβαση ναύλωσης πλοίου, το ναυλωτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύλα + σύμφωνο κατά το προικοσύμφωνο] … Dictionary of Greek
ναυλοσύμφωνο — το έγγραφη συμφωνία ναύλωσης πλοίου, αλλ. ναυλωτήριο και ναυλωτικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)